10 Οκτωβρίου 2021

Μαρτσίδης Βαγγέλης – Ο Κύριος ελέγχει, δίνει χρόνο, βλέπει κι ελευθερώνει! (1η)

Κυριακή – 10/10/2021

Περικοπή: Κατά Λουκάν 12:49-59, 13:1-19

49 Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη· και τι θέλω, αν έχει ήδη ανάψει;
50 Μάλιστα, ένα βάπτισμα έχω να βαπτιστώ, και πώς στενοχωρούμαι μέχρις ότου εκτελεστεί;
51 Νομίζετε ότι ήρθα να δώσω ειρήνη στη γη; Σας λέω, όχι, αλλά διαχωρισμό.
52 Επειδή, από τώρα θα είναι πέντε μέσα σ’ ένα σπίτι διαχωρισμένοι, οι τρεις ενάντια στους δύο, και οι δύο ενάντια στους τρεις.
53 Θα διαχωριστεί πατέρας ενάντια σε γιο, και γιος ενάντια σε πατέρα· μητέρα ενάντια σε θυγατέρα, και θυγατέρα ενάντια σε μητέρα· πεθερά ενάντια στη νύφη της, και νύφη ενάντια στην πεθερά της.
54 Έλεγε [δε] και προς τα πλήθη: Όταν δείτε το σύννεφο να ανυψώνεται από δυσμάς, λέτε αμέσως: Έρχεται βροχή· και γίνεται έτσι·
55 και όταν δείτε τον νοτιά να πνέει, λέτε ότι: Θα είναι καύσωνας· και γίνεται.
56 Υποκριτές, το πρόσωπο της γης και του ουρανού ξέρετε να το διακρίνετε· τούτον, όμως, τον καιρό πώς δεν τον διακρίνετε;
57 Γιατί, μάλιστα, και από μόνοι σας δεν κρίνετε το δίκαιο;
58 Ενώ, λοιπόν, πηγαίνεις μαζί με τον αντίδικό σου προς τον άρχοντα, προσπάθησε στον δρόμο να απαλλαγείς απ’ αυτόν, μήπως και σε σύρει στον κριτή, και ο κριτής σε παραδώσει στον υπηρέτη, και ο υπηρέτης σε βάλει σε φυλακή.
59 Σου λέω: Δεν θα βγεις έξω από εκεί, μέχρις ότου αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό.


1 ΚΑΤΑ τον καιρό εκείνο ήρθαν μερικοί αναγγέλλοντας σ’ αυτόν για τους Γαλιλαίους, το αίμα των οποίων ο Πιλάτος ανέμιξε με τις θυσίες τους.
2 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Νομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι ήσαν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τούς Γαλιλαίους, επειδή έπαθαν τέτοια πράγματα;
3 Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε.
4 Ή, εκείνοι οι 18, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος στον Σιλωάμ, και τους θανάτωσε, νομίζετε ότι αυτοί ήσαν περισσότερο αμαρτωλοί από όλους τούς ανθρώπους, που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ;
5 Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε.
6 Έλεγε δε τούτη την παραβολή: Κάποιος είχε μια συκιά φυτεμένη μέσα στον αμπελώνα του· και ήρθε ζητώντας σ’ αυτήν καρπό, και δεν βρήκε.
7 Και είπε στον αμπελουργό: Δες, τρία χρόνια έρχομαι ζητώντας καρπό σ’ αυτή τη συκιά, και δεν βρίσκω· κόψ’ την· γιατί να καταργεί και τη γη;
8 Και εκείνος, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτόν: Κύριε, άφησέ την και τούτο τον χρόνο, μέχρις ότου σκάψω ολόγυρά της, και βάλω κοπριά·
9 και αν μεν κάνει καρπό, [καλώς·] ειδεμή, θα την κόψεις ύστερα απ’ αυτά.
10 Και το σάββατο δίδασκε σε μια από τις συναγωγές·
11 και νάσου, μια γυναίκα που είχε πνεύμα ασθένειας δέκα οκτώ χρόνια, και ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε να σηκωθεί εντελώς όρθια.
12 Ο Ιησούς, βλέποντάς την, φώναξε, και της είπε: Γυναίκα, είσαι ελευθερωμένη από την ασθένειά σου.
13 Και έβαλε επάνω της τα χέρια· κι αμέσως ανορθώθηκε, και δόξαζε τον Θεό.
14 Και απαντώντας ο αρχισυνάγωγος, επειδή αγανακτούσε ότι ο Ιησούς θεράπευσε κατά το σάββατο, έλεγε στο πλήθος: Υπάρχουν έξι ημέρες, στις οποίες πρέπει να εργάζεστε· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε να θεραπεύεστε, και όχι κατά την ημέρα τού σαββάτου.
15 Ο Κύριος, λοιπόν, απάντησε σ’ αυτόν, και είπε: Υποκριτή, κάθε ένας από σας δεν λύνει το βόδι του κατά το σάββατο ή το γαϊδούρι του από τη φάτνη, και φέρνοντάς [το] το ποτίζει;
16 Κι αυτή, που είναι θυγατέρα τού Αβραάμ, την οποία, δέστε, ο σατανάς [την] έδεσε δέκα οκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτό το δέσιμο κατά την ημέρα τού σαββάτου;
17 Και ενώ αυτός έλεγε αυτά, ντροπιάζονταν όλοι οι εναντίοι του· και ολόκληρο το πλήθος χαιρόταν για όλα τα ένδοξα έργα, που γίνονταν απ’ αυτόν.
18 Και έλεγε: Με τι είναι όμοια η βασιλεία τού Θεού; Και με τι να την παρομοιάσω;
19 Είναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, τον οποίο, καθώς ένας άνθρωπος [τον] πήρε, [τον] έρριξε στον κήπο του· και αυξήθηκε, και έγινε μεγάλο δέντρο, και τα πουλιά τού ουρανού έκαναν φωλιές στα κλαδιά του.