Κυριακή – 08/11/2020
Κατά Λουκάν 8:41-56
41 Και ξάφνου, ήρθε ένας άνθρωπος, με το όνομα Ιάειρος, που ήταν άρχοντας της συναγωγής, και πέφτοντας στα πόδια τού Ιησού, τον παρακαλούσε να μπει μέσα στο σπίτι του·
42 επειδή, είχε μια μονογενή θυγατέρα, περίπου δώδεκα χρόνων, κι αυτή πέθαινε.
Και ενώ πορευόταν, τα πλήθη τον συμπίεζαν.
43 Και μια γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια είχε αιμορραγία, η οποία δαπάνησε σε γιατρούς ολόκληρη την περιουσία της, δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν,
44 καθώς πλησίασε από πίσω, άγγιξε την άκρη τού ιματίου του· κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της.
45 Και ο Ιησούς είπε: Ποιος με άγγιξε; Και ενώ όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος, και εκείνοι που ήσαν μαζί του: Κύριε, τα πλήθη σε συμπιέζουν, και σε συνθλίβουν, και λες: Ποιος με άγγιξε;
46 Και ο Ιησούς είπε: Κάποιος με άγγιξε· επειδή, εγώ κατάλαβα ότι δύναμη βγήκε από μένα.
47 Και η γυναίκα, όταν είδε ότι δεν κρύφτηκε, ήρθε τρέμοντας, και πέφτοντας μπροστά του, ανήγγειλε σ’ αυτόν μπροστά σε ολόκληρο τον λαό για ποια αιτία τον άγγιξε, και ότι αμέσως γιατρεύτηκε.
48 Και εκείνος τής είπε: Θυγατέρα μου, έχε θάρρος, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη.
49 Και ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντάς του ότι: Η θυγατέρα σου πέθανε· μη ενοχλείς τον δάσκαλο.
50 Και ο Ιησούς, ακούγοντας, απάντησε σ’ αυτόν, λέγοντας: Μη φοβάσαι· μόνον πίστευε, και θα σωθεί.
51 Και όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τον πατέρα τής κόρης και τη μητέρα.
52 Και όλοι έκλαιγαν, και τη θρηνούσαν. Και εκείνος είπε: Μη κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.
53 Και γελούσαν γι’ αυτόν ειρωνικά, ξέροντας ότι είχε πεθάνει.
54 Εκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, και πιάνοντας το χέρι της, φώναξε, λέγοντας: Κοριτσάκι, σήκω επάνω.
55 Και το πνεύμα της επέστρεψε, και αναστήθηκε αμέσως· και πρόσταξε να της δοθεί να φάει.
56 Και οι γονείς της εκπλάγηκαν· και εκείνος παρήγγειλε σ’ αυτούς, να μη πουν το γεγονός σε κανέναν.