Κυριακή – 18/04/2021
Περικοπή: Κατά Μάρκον 4:35-41, 5:1-20
35 Και κατά την ημέρα εκείνη, όταν έγινε βράδυ, τους λέει: Ας περάσουμε αντίπερα.
36 Και αφού άφησαν το πλήθος, τον παίρνουν μαζί τους στο πλοίο όπως ήταν· ήσαν μάλιστα και άλλα μικρά πλοία μαζί του.
37 Και γίνεται ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος· και τα κύματα μπήκαν μέσα στο πλοίο, ώστε αυτό ήδη γέμιζε.
38 Κι αυτός, ήταν στην πρύμη, όπου κοιμόταν επάνω στο προσκεφάλι· και τον ξυπνούν, και του λένε: Δάσκαλε, δεν σε νοιάζει ότι χανόμαστε;
39 Και αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο· και είπε στη θάλασσα: Σώπα, ησύχασε. Και σταμάτησε ο άνεμος, και έγινε μεγάλη γαλήνη.
40 Και τους είπε: Γιατί είστε έτσι δειλοί; Πώς δεν έχετε πίστη;
41 Και φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο, και έλεγαν αναμεταξύ τους: Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός, που και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν;
1 ΚΑΙ ήρθαν στην αντίπερα όχθη της θάλασσας, στη χώρα των Γαδαρηνών.
2 Και καθώς βγήκε από το πλοίο, τον συνάντησε αμέσως ένας άνθρωπος από μέσα από τα μνήματα, που είχε ακάθαρτο πνεύμα,
3 αυτός είχε την κατοικία του μέσα στα μνήματα, και κανένας δεν μπορούσε να τον δέσει ούτε με αλυσίδες·
4 επειδή, πολλές φορές είχε δεθεί με ποδόδεσμα και με αλυσίδες, αλλ’ αυτός είχε σπάσει τις αλυσίδες, και είχε συντρίψει τα ποδόδεσμα· και κανένας δεν μπορούσε να τον δαμάσει·
5 και βρισκόταν πάντοτε, ημέρα και νύχτα, στα βουνά και στα μνήματα, κράζοντας και κατακόβοντας τον εαυτό του με πέτρες.
6 Βλέποντας, όμως, από μακρυά τον Ιησού, έτρεξε, και τον προσκύνησε·
7 και κράζοντας με δυνατή φωνή, είπε: Τι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και σε μένα, Ιησού, Υιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε ορκίζω στον Θεό, μη με βασανίσεις.
8 Επειδή, του έλεγε: Εσύ, το ακάθαρτο πνεύμα, βγες από τον άνθρωπο.
9 Και τον ρώτησε: Ποιο είναι το όνομά σου; Και απάντησε, λέγοντας: Το όνομά μου είναι λεγεώνα· επειδή, είμαστε πολλοί.
10 Και τον παρακαλούσε πολύ, να μη τους στείλει έξω από τη χώρα.
11 Ήταν μάλιστα εκεί, κοντά στα βουνά, μια μεγάλη αγέλη από γουρούνια, που έβοσκε·
12 και όλοι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν, λέγοντας: Στείλε μας στα γουρούνια, για να μπούμε μέσα σ’ αυτά.
13 Και ο Ιησούς αμέσως τους το επέτρεψε. Και αφού τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα (ήσαν δε μέχρι 2.000), και πνίγονταν μέσα στη θάλασσα.
14 Και εκείνοι που έβοσκαν τα γουρούνια έφυγαν, και το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. Και βγήκαν για να δουν τι είναι αυτό που έγινε.
15 Και έρχονται στον Ιησού, και βλέπουν τον δαιμονιζόμενο, που είχε τη λεγεώνα, να κάθεται, και να είναι ντυμένος, και λογικευμένος· και φοβήθηκαν ·
16 και εκείνοι που είδαν τα γεγονότα, τους διηγήθηκαν πώς έγινε το πράγμα στον δαιμονιζόμενο, και για τα γουρούνια.
17 Και άρχισαν να τον παρακαλούν να αναχωρήσει από τα όριά τους.
18 Και όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, ο άλλοτε δαιμονιζόμενος τον παρακαλούσε να είναι μαζί του.
19 Όμως, ο Ιησούς δεν τον άφησε, αλλά του λέει: Πήγαινε στο σπίτι σου και στους οικιακούς σου, και ανάγγειλε σ’ αυτούς όσα ο Κύριος έκανε σε σένα, και σε ελέησε.
20 Και αναχώρησε, και άρχισε να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα ο Ιησούς έκανε σ’ αυτόν· και όλοι θαύμαζαν.