Παρασκευή 06/01/2023
1 Τους έλεγε μάλιστα και μια παραβολή για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται, και να μη αποκάμνουν,
2 λέγοντας: Σε κάποια πόλη υπήρχε ένας κριτής, ο οποίος τον Θεό δεν φοβόταν, και άνθρωπο δεν ντρεπόταν.
3 Ήταν και μια χήρα σ’ εκείνη την πόλη· κι ερχόταν σ’ αυτόν, λέγοντας: Απόδωσε το δίκιο μου από τον αντίδικό μου.
4 Και μέχρι κάποιο σημείο δεν θέλησε· ύστερα απ’ αυτά, όμως, είπε μέσα του: Αν και τον Θεό δεν [τον] φοβάμαι, και άνθρωπο δεν ντρέπομαι,
5 τουλάχιστον, επειδή με ενοχλεί αυτή η χήρα, ας της αποδώσω το δίκιο της, για να μη έρχεται πάντοτε και με βασανίζει.
6 Και ο Κύριος είπε: Ακούσατε τι λέει ο άδικος κριτής·
7 ο Θεός, μάλιστα, δεν θα αποδώσει το δίκιο των εκλεκτών του, αυτών που βοούν σ’ αυτόν ημέρα και νύχτα, αν και μακροθυμεί γι’ αυτούς;
8 Σας λέω, ότι θα αποδώσει το δίκιο τους γρήγορα. Πλην, όταν έρθει ο Υιός τού ανθρώπου, άραγε θα βρει την πίστη επάνω στη γη;
9 Είπε δε και σε μερικούς, που είχαν το θάρρος στον εαυτό τους ότι είναι δίκαιοι, και καταφρονούσαν τούς υπόλοιπους, τούτη την παραβολή:
10 Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
11 Ο Φαρισαίος, καθώς στάθηκε, προσευχόταν από μέσα του τα εξής: Σε ευχαριστώ, Θεέ, ότι δεν είμαι όπως και οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης.
12 Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα έχω.
13 Και ο τελώνης, που στεκόταν από μακριά δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να υψώσει στον ουρανό, αλλά χτυπούσε στο στήθος του, λέγοντας: Θεέ [μου], σκέπασε με έλεος εμένα τον αμαρτωλό.
14 Σας λέω: Αυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος, παρά εκείνος· επειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί.