Κυριακή – 30/01/2022
Περικοπή: Κατά Ιωάννην 6:5-20
5 Ο Ιησούς, λοιπόν, καθώς ύψωσε τα μάτια του, και βλέποντας ότι ένα μεγάλο πλήθος έρχεται προς αυτόν, λέει στον Φίλιππο: Από πού θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάνε αυτοί;
6 Κι αυτό το έλεγε δοκιμάζοντάς τον· επειδή, αυτός ήξερε τι επρόκειτο να κάνει.
7 Ο Φίλιππος του αποκρίθηκε: Ψωμιά για 200 δηνάρια δεν αρκούν σ’ αυτούς, για να πάρει κάθε ένας κάτι λίγο.
8 Ένας από τους μαθητές του, ο Ανδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα, λέει σ’ αυτόν:
9 Εδώ είναι ένα παιδάκι, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά, και δύο ψάρια· αλλά, αυτά τι είναι σε τόσους πολλούς;
10 Και ο Ιησούς είπε: Κάντε τούς ανθρώπους να καθήσουν. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι σ’ αυτό τον τόπο. Και κάθησαν οι άνδρες περίπου 5.000 σε αριθμό.
11 Και ο Ιησούς πήρε τα ψωμιά, και αφού ευχαρίστησε, τα μοίρασε στους μαθητές, και οι μαθητές στους καθισμένους· το ίδιο και από τα ψάρια, όσο ήθελαν.
12 Και αφού χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: Μαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτε.
13 Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, που περίσσεψαν απ’ αυτούς που έφαγαν.
14 Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν το θαύμα που έκανε ο Ιησούς, έλεγαν, ότι: Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης, που επρόκειτο νάρθει στον κόσμο.
15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή γνώρισε ότι πρόκειται νάρθουν, και να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό αυτός μόνος.
16 Και καθώς έγινε βράδυ, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα
17 και αφού μπήκαν μέσα στο πλοίο, έρχονταν στην απέναντι πλευρά τής θάλασσας, στην Καπερναούμ. Και είχε ήδη γίνει σκοτάδι, και ο Ιησούς δεν είχε έρθει σ’ αυτούς·
18 και η θάλασσα υψωνόταν, επειδή έπνεε δυνατός άνεμος.
19 Αφού, λοιπόν, κωπηλάτησαν περίπου 25 ή 30 στάδια, βλέπουν τον Ιησού να περπατάει επάνω στη θάλασσα, και να πλησιάζει στο πλοίο, και φοβήθηκαν.
20 Και εκείνος τούς λέει: Εγώ είμαι, μη φοβάστε. 21 Ήθελαν, λοιπόν, να τον πάρουν στο πλοίο· κι αμέσως το πλοίο έφτασε στη γη, όπου πήγαιναν.