Βασιλέων Β’ 7:1-11, 16, 17
1 Και ο Ελισσαιέ είπε: Ακούστε τον λόγο τού Κυρίου: Έτσι λέει ο Κύριος: Αύριο, αυτή περίπου την ώρα, στην πύλη τής Σαμάρειας, ένα μέτρο σιμιγδάλι θα πουληθεί για έναν σίκλο, και δύο μέτρα κριθάρι για έναν σίκλο.
2 Και ο άρχοντας, στο χέρι τού οποίου στηριζόταν ο βασιλιάς, απάντησε στον άνθρωπο του Θεού και είπε: Και αν ακόμα ο Κύριος έκανε να ανοίξουν παράθυρα στον ουρανό, μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα; Και εκείνος είπε: Πρόσεξε, θα δεις με τα μάτια σου, όμως δεν θα φας απ’ αυτό.
3 Υπήρχαν δε στην είσοδο της πύλης τέσσερις άνδρες λεπροί. Και είπαν ο ένας στον άλλον: Γιατί εμείς καθόμαστε εδώ μέχρις ότου πεθάνουμε;
4 Αν πούμε: Να μπούμε στην πόλη, η πείνα υπάρχει μέσα στην πόλη, και θα πεθάνουμε εκεί· αν, όμως, καθόμαστε εδώ, πάλι θα πεθάνουμε· τώρα, λοιπόν, ελάτε, και ας πέσουμε στο στρατόπεδο των Συρίων· αν μας αφήσουν ζωντανούς, θα ζήσουμε· και αν μας θανατώσουν, θα πεθάνουμε.
5 Και σηκώθηκαν, όταν σκοτείνιαζε, για να μπουν στο στρατόπεδο των Συρίων· και όταν ήρθαν μέχρι την άκρη τού στρατοπέδου τής Συρίας, να, δεν υπήρχε εκεί ούτε ένας άνθρωπος.
6 Επειδή, ο Κύριος είχε κάνει να ακουστεί κρότος αμαξών μέσα στο στρατόπεδο των Συρίων, και κρότος αλόγων, κρότος από μεγάλον στρατό· και είπαν αναμεταξύ τους: Δέστε, ο βασιλιάς τού Ισραήλ μίσθωσε εναντίον μας τους βασιλιάδες των Χετταίων, και τους βασιλιάδες των Αιγυπτίων, για νάρθουν εναντίον μας.
7 Γι’ αυτό, αφού σηκώθηκαν, έφυγαν μέσα στο σκοτάδι, και εγκατέλειψαν τις σκηνές τους, και τα άλογά τους, και τα γαϊδούρια τους, και το στρατόπεδο, όπως ήταν, και έφυγαν για να διασώσουν τη ζωή τους.
8 Και όταν αυτοί οι λεπροί είχαν έρθει μέχρι την άκρη του στρατοπέδου, μπήκαν μέσα σε μια σκηνή, και έφαγαν και ήπιαν, και αφού πήραν από εκεί ασήμι και χρυσάφι και ιμάτια, πήγαν και τα έκρυψαν· και όταν γύρισαν πίσω, μπήκαν μέσα σε μια άλλη σκηνή, και πήραν από εκεί και άλλα, και πήγαν και έκρυψαν κι αυτά.
9 Τότε, είπαν αναμεταξύ τους: Εμείς δεν κάνουμε καλά· αυτή η ημέρα είναι ημέρα καλών αγγελιών, και αν εμείς σιωπούμε, και περιμένουμε μέχρι το φως τής αυγής, κάποια συμφορά θα πέσει επάνω μας· ελάτε, λοιπόν, κι ας πάμε να το αναγγείλουμε στο παλάτι τού βασιλιά.
10 Ήρθαν, λοιπόν, και βόησαν προς τους θυρωρούς τής πόλης· και τους ανήγγειλαν, λέγοντας: Ήρθαμε στο στρατόπεδο των Συρίων, και δέστε, δεν υπήρχε εκεί άνθρωπος ούτε φωνή ανθρώπου, παρά μονάχα άλογα δεμένα, και γαϊδούρια δεμένα, και σκηνές, όπως βρίσκονταν.
11 Και οι θυρωροί βόησαν και το ανήγγειλαν αυτό μέσα στο παλάτι τού βασιλιά.
16 Και ο λαός βγήκε και διάρπαξε το στρατόπεδο των Συρίων. Και πουλήθηκε ένα μέτρο σιμιγδάλι για έναν σίκλο, και δύο μέτρα κριθάρι για έναν σίκλο, σύμφωνα με τον λόγο τού Κυρίου.
17 Και ο βασιλιάς έβαλε επιτηρητή στην πύλη τον άρχοντα, στο χέρι του οποίου στηριζόταν· και τον καταπάτησε ο λαός στην πύλη, και πέθανε· όπως μίλησε ο άνθρωπος του Θεού, ο οποίος μίλησε όταν ο βασιλιάς κατέβηκε σ’ αυτόν.