27 Ιανουαρίου 2024
Κοκκινόπουλος Παναγιώτης – Ο Πατέρας διδάσκει τα παιδιά Του!

Κατά Λουκάν 15:11-32

11 Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12 και ο πιο νέος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ’ μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του. 13 Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14 Και όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται.
15 Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια. 16 Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ’ αυτόν τίποτε.
17 Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18 Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19 και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.
20 Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21 Και ο γιος είπε σ’ αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.
22 Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.
23 Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε·
24 επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25 Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.
26 Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά.
27 Και εκείνος είπε σ’ αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.
28 Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.
29 Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ’ εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·
30 και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.
31 Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
32 έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.