Κυριακή – 16/10/2022
Περικοπή: Γένεση 26:16-33
16 Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Ισαάκ: Φύγε από μας, επειδή έγινες υπερβολικά δυνατότερός μας.
17 ΚΑΙ ο Ισαάκ αναχώρησε από εκεί, και έστησε τη σκηνή του στην κοιλάδα των Γεράρων, και κατοίκησε εκεί.
18 Και ο Ισαάκ άνοιξε πάλι τα πηγάδια τού νερού, τα οποία είχαν σκάψει στις ημέρες τού Αβραάμ τού πατέρα του, και οι Φιλισταίοι τα είχαν φράξει μετά τον θάνατο του Αβραάμ· και τα ονόμασε σύμφωνα με τα ονόματα, με τα οποία ο πατέρας του τα είχε ονομάσει.
19 Και οι δούλοι τού Ισαάκ έσκαψαν στην κοιλάδα, και βρήκαν εκεί ένα πηγάδι με τρεχούμενο νερό.
20 Και οι βοσκοί των Γεράρων λογομάχησαν με τους βοσκούς τού Ισαάκ, λέγοντας: Δικό μας είναι το νερό· και ονόμασε το πηγάδι Εσέκ· επειδή, φιλονίκησαν μαζί του.
21 Και έσκαψαν ένα άλλο πηγάδι, και λογομάχησαν και για τούτο· γι’ αυτό, το ονόμασε Σιτνά.
22 Και αφού μετοίκησε από εκεί, έσκαψε ένα άλλο πηγάδι, αλλά γι’ αυτό δεν λογομάχησαν· και το ονόμασε Ρεχωβώθ, λέγοντας: Επειδή, τώρα ο Κύριος μας πλάτυνε, και μας αύξησε επάνω στη γη.
23 Και από εκεί ανέβηκε στη Βηρ-σαβεέ.
24 Και ο Κύριος φάνηκε σ’ αυτόν εκείνη τη νύχτα, και είπε: Εγώ [είμαι] ο Θεός τού Αβραάμ τού πατέρα σου· μη φοβάσαι, επειδή εγώ [είμαι] μαζί σου, και θα σε ευλογήσω, και θα πληθύνω το σπέρμα σου, εξαιτίας του Αβραάμ, του δούλου μου.
25 Και εκεί οικοδόμησε θυσιαστήριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Κυρίου· και έστησε εκεί τη σκηνή του· και εκεί οι δούλοι τού Ισαάκ έσκαψαν ένα πηγάδι.
26 ΤΟΤΕ, ο Αβιμέλεχ πήγε σ’ αυτόν από τα Γέραρα, και ο Οχοζάθ ο οικείος του, και ο Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δύναμής του.
27 Και ο Ισαάκ είπε σ’ αυτούς: Γιατί ήρθατε σε μένα, αφού εσείς με μισήσατε και με διώξατε από κοντά σας;
28 Και είπαν: Είδαμε φανερά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου, και είπαμε: Ας γίνει τώρα όρκος αναμεταξύ μας, ανάμεσα σε μας και σε σένα, κι ας κάνουμε συνθήκη μαζί σου,
29 ότι δεν θα κάνεις σε μας κακό, καθώς εμείς δεν σε αγγίξαμε, και καθώς μόνον καλό πράξαμε σε σένα, και σε εξαποστείλαμε ειρηνικά· τώρα, εσύ είσαι ευλογημένος τού Κυρίου.
30 Και έκανε σ’ αυτούς συμπόσιο· και έφαγαν και ήπιαν.
31 Και σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, και ορκίστηκε ο ένας στον άλλον· τότε, ο Ισαάκ τούς εξαπέστειλε, και έφυγαν απ’ αυτόν ειρηνικά.
32 Κι εκείνη την ημέρα, ήρθαν οι δούλοι τού Ισαάκ, και του ανήγγειλαν για το πηγάδι που έσκαψαν, και του είπαν: Βρήκαμε νερό.
33 Και το ονόμασαν Σαβεέ· γι’ αυτό, το όνομα της πόλης [είναι] μέχρι σήμερα Βηρ-σαβεέ.