Παρασκευή 20/01/2023
18 Και όταν το παιδί μεγάλωσε, βγήκε κάποια ημέρα στον πατέρα του, στους θεριστές.
19 Και είπε στον πατέρα του: Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου! Κι εκείνος είπε στον δούλο: Πάρ’ το στη μητέρα του.
20 Και καθώς το πήρε, το έφερε στη μητέρα του, και το κάθισε επάνω στα γόνατά της μέχρι το μεσημέρι, και πέθανε.
21 Και ανέβηκε, και το πλάγιασε επάνω στο κρεβάτι τού ανθρώπου του Θεού, και έκλεισε από πάνω του [την πόρτα], και βγήκε.
22 Και κάλεσε τον άνδρα της, λέγοντας: Στείλε μου, παρακαλώ, έναν από τους δούλους, και ένα γαϊδούρι, για να τρέξω στον άνθρωπο του Θεού, και να γυρίσω.
23 Κι εκείνος είπε: Γιατί πηγαίνεις σήμερα σ’ αυτόν; Δεν είναι νεομηνία ούτε σάββατο. Κι εκείνη είπε: Ειρήνη.
24 Τότε έστρωσε το γαϊδούρι, και είπε στον δούλο της: Τράβα, και προχώρα· μη μου σταματήσεις την πορεία, εκτός αν σε προστάξω.
25 Και πήγε, και ήρθε στον άνθρωπο του Θεού, στο βουνό τον Κάρμηλο.
Και καθώς ο άνθρωπος του Θεού την είδε από μακριά, είπε στον Γιεζεί, τον υπηρέτη του: Δες, η Σουναμίτισσα εκείνη!
26 Τώρα, λοιπόν, τρέξε σε συνάντησή της· και πες της: Είσαι καλά; Είναι καλά ο άνδρας σου; Είναι καλά το παιδί; Κι εκείνη είπε: Καλά.
27 Και όταν ήρθε στον άνθρωπο του Θεού στο βουνό, έπιασε τα πόδια του· και ο Γιεζεί πλησίασε να την αποσύρει. Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, είπε: Άφησέ την· επειδή, η ψυχή της είναι μέσα της κατάπικρη· και ο Κύριος μου [το] έκρυψε, και δεν μου [το] φανέρωσε.
28 Κι εκείνη είπε: Μήπως ζήτησα γιο από τον κύριό μου; Δεν είπα: Μη με απατάς;
29 Τότε, είπε στον Γιεζεί: Ζώσε την οσφύ σου, και πάρε τη βακτηρία μου στο χέρι σου, και πήγαινε· αν συναντήσεις άνθρωπο, μη τον χαιρετήσεις· και αν κάποιος σε χαιρετήσει, μη του απαντήσεις· και βάλε τη βακτηρία μου επάνω στο πρόσωπο του παιδιού.
30 Και η μητέρα του παιδιού είπε: Ζει ο Κύριος, και ζει η ψυχή σου, δεν θα σε αφήσω. Και σηκώθηκε, και την ακολούθησε.
31 Και ο Γιεζεί πέρασε μπροστά τους, και έβαλε τη βακτηρία επάνω στο πρόσωπο του παιδιού· όμως, καμιά φωνή, και καμιά ακρόαση. Γι’ αυτό, επέστρεψε σε συνάντησή του, και του ανήγγειλε, λέγοντας: Το παιδί δεν ξύπνησε.
32 Και όταν ο Ελισσαιέ μπήκε μέσα στο σπίτι, να, το παιδί ήταν νεκρό, πλαγιασμένο επάνω στο κρεβάτι του.
33 Μπήκε, λοιπόν, μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω απ’ αυτούς τους δύο, και προσευχήθηκε στον Κύριο.
34 Και ανέβηκε, και πλάγιασε επάνω στο παιδί, και έβαλε το στόμα του επάνω στο στόμα εκείνου, και τα μάτια του επάνω στα μάτια εκείνου, και τα χέρια του επάνω στα χέρια εκείνου· και ξάπλωσε επάνω σ’ αυτό και θερμάνθηκε η σάρκα τού παιδιού.
35 Έπειτα σύρθηκε, και περπατούσε στο οίκημα, πότε εδώ και πότε εκεί· και ανέβηκε πάλι, και ξάπλωσε επάνω του· και το παιδί φτερνίστηκε μέχρι επτά φορές, και το παιδί άνοιξε τα μάτια του.
36 Και φώναξε τον Γιεζεί, και είπε: Κάλεσε αυτή τη Σουναμίτισσα. Και την κάλεσε· και όταν μπήκε μέσα σ’ αυτόν, είπε: Πάρε τον γιο σου.