Κατά Λουκά 24:13-35
13 Και να! δύο απ’ αυτούς πορεύονταν κατά την ίδια ημέρα στην κωμόπολη, που ονομαζόταν Εμμαούς, που απείχε 60 στάδια από την Ιερουσαλήμ· 14 κι αυτοί συνομιλούσαν αναμεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί. 15 Και ενώ μιλούσαν και συζητούσαν, καθώς πλησίασε και ο ίδιος ο Ιησούς, πορευόταν μαζί τους. 16 Αλλά, τα μάτια τους κρατιόνταν, για να μη τον γνωρίσουν. 17 Και τους είπε: Ποια είναι αυτά τα λόγια, που συνομιλείτε αναμεταξύ σας, καθώς περπατάτε, και είστε σκυθρωποί;
18 Και αποκρινόμενος ο ένας, που ονομαζόταν Κλεόπας, του είπε: Εσύ μονάχος παροικείς στην Ιερουσαλήμ, και δεν έμαθες τα όσα έγιναν σ’ αυτή κατά τις ημέρες αυτές; 19 Και τους είπε: Ποια; Και εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Αυτά για τον Ιησού τον Ναζωραίο, που στάθηκε ένας άνδρας προφήτης, δυνατός σε έργο και λόγο μπροστά στον Θεό και σε ολόκληρο τον λαό· 20 και πώς οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας τον παρέδωσαν σε καταδίκη θανάτου, και τον σταύρωσαν· 21 εμείς, όμως, ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που επρόκειτο να λυτρώσει τον Ισραήλ. Αλλά, και σε όλα τούτα, σήμερα αυτή είναι η τρίτη ημέρα, αφότου έγιναν αυτά· 22 εκτός δε αυτών, μερικές γυναίκες από μας, μας εξέπληξαν, οι οποίες είχαν πάει πολύ πρωί στο μνήμα· 23 και καθώς δεν βρήκαν το σώμα του, ήρθαν, λέγοντας ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λένε ότι αυτός ζει· 24 και μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στο μνήμα, και τα βρήκαν έτσι, όπως μας είχαν πει οι γυναίκες· αυτόν, όμως, δεν τον είδαν.
25 Κι αυτός είπε σ’ αυτούς: Ω, ανόητοι και βραδείς στην καρδιά στο να πιστεύετε σε όλα όσα μίλησαν οι προφήτες· 26 δεν έπρεπε ο Χριστός να τα πάθει αυτά, και να μπει μέσα στη δόξα του; 27 Και αφού άρχισε από τον Μωυσή και από όλους τούς προφήτες, τους εξηγούσε τα γραμμένα για τον εαυτό του σε όλες τις γραφές.
28 Και πλησίασαν στην κωμόπολη, όπου πορεύονταν· κι αυτός προσποιόταν ότι πηγαίνει πιο μακριά. 29 Και τον παρακάλεσαν επίμονα, λέγοντας: Μείνε μαζί μας, επειδή πλησιάζει το βράδυ, και έκλινε η ημέρα. Και μπήκε μέσα για να μείνει μαζί τους.
30 Και όταν κάθησε μαζί τους στο τραπέζι, παίρνοντας το ψωμί, ευλόγησε, και αφού έκοψε, έδινε σ’ αυτούς. 31 Και διανοίχτηκαν σ’ εκείνους τα μάτια, και τον γνώρισαν· κι αυτός έγινε άφαντος απ’ αυτούς.
32 Και είπαν αναμεταξύ τους: Δεν καιγόταν μέσα μας η καρδιά μας, όταν μας μιλούσε στον δρόμο, και μας εξηγούσε τις γραφές; 33 Και αφού σηκώθηκαν την ίδια εκείνη ώρα, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και βρήκαν τούς έντεκα, και εκείνους που ήσαν μαζί τους, συγκεντρωμένους, 34 οι οποίοι έλεγαν, ότι: Πραγματικά, ο Κύριος αναστήθηκε, και φάνηκε στον Σίμωνα. 35 Κι αυτοί διηγούνταν τα όσα συνέβηκαν καθ’ οδόν, και πώς γνωρίστηκε σ’ αυτούς ενώ έκοβε το ψωμί.