Πράξεις των Αποστόλων 2:1-13
1 ΚΑΙ όταν ήρθε η ημέρα τής Πεντηκοστής, όλοι ήσαν με ομοψυχία στον ίδιο τόπο.
2 Και ξαφνικά έγινε ήχος από τον ουρανό, σαν άνεμος που ερχόταν με βία, και γέμισε ολόκληρο το σπίτι όπου ήσαν καθισμένοι.
3 Και φάνηκαν σ’ αυτούς γλώσσες σαν φωτιά να διαμοιράζονται, και κάθησε σε κάθε έναν απ’ αυτούς ξεχωριστά.
4 Και έγιναν όλοι πλήρεις από το Άγιο Πνεύμα, και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, όπως το Πνεύμα έδινε σ’ αυτούς να μιλούν.
5 Και στην Ιερουσαλήμ κατοικούσαν Ιουδαίοι, ευλαβείς άνδρες από κάθε έθνος, που υπάρχει κάτω από τον ουρανό.
6 Και καθώς έγινε αυτή η φωνή, το πλήθος συγκεντρώθηκε και συνταράχθηκε· επειδή, τους άκουγαν κάθε ένας ξεχωριστά να μιλούν με τη δική του διάλεκτο.
7 Και όλοι εκπλήττονταν και θαύμαζαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Δέστε, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι;
8 Και πώς εμείς τούς ακούμε, κάθε ένας, στη δική μας διάλεκτο στην οποία γεννηθήκαμε;
9 Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες, κι αυτοί που κατοικούν στη Μεσοποταμία, και στην Ιουδαία και στην Καππαδοκία, στον Πόντο και στην Ασία,
10 και στη Φρυγία και στην Παμφυλία, στην Αίγυπτο και στα μέρη τής Λιβύης, που είναι προς την Κυρήνη, και οι Ρωμαίοι που παρεπιδημούν εδώ, και Ιουδαίοι και προσήλυτοι,
11 Κρητικοί και Άραβες, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας τα μεγαλεία τού Θεού.
12 Θαύμαζαν δε όλοι και απορούσαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλον: Τι σημαίνει αυτό;
13 Άλλοι, μάλιστα, χλευάζοντας έλεγαν ότι: Είναι γεμάτοι από μούστο.