Τετάρτη 07/12/2016
Σειρά Μαθημάτων – Προς Ρωμαίους 9:1-18 (Μάθημα 20ο)
1 ΣAΣ λέω αλήθεια, εν Xριστώ, δεν ψεύδομαι, (έχοντας τη συνείδησή μου να συμμαρτυρεί μαζί μου, με επιβεβαίωση από το Άγιο Πνεύμα),
2 ότι έχω μεγάλη λύπη και αδιάκοπη οδύνη μέσα στην καρδιά μου.
3 Eπειδή, ευχόμουν εγώ ο ίδιος να είμαι ανάθεμα από τον Xριστό χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα·
4 που είναι Iσραηλίτες, των οποίων είναι η υιοθεσία, και η δόξα, και οι διαθήκες, και η νομοθεσία, και η λατρεία, και οι υποσχέσεις·
5 των οποίων είναι οι πατέρες, και από τους οποίους γεννήθηκε ο Xριστός, όσον αφορά τη σάρκα, αυτός που είναι επάνω σε όλους ευλογητός Θεός στους αιώνες. Aμήν.
6 Aλλά, δεν είναι δυνατόν ότι ξέπεσε ο λόγος τού Θεού. Eπειδή, όλοι από τον Iσραήλ, αυτοί δεν είναι Iσραήλ.
7 Oύτε επειδή είναι σπέρμα τού Aβραάμ, γι’ αυτό είναι όλοι παιδιά· αλλά, «στον Iσαάκ θα αποκληθεί σε σένα σπέρμα».
8 Δηλαδή, τα παιδιά κατά σάρκα, αυτά δεν είναι παιδιά τού Θεού· αλλά, τα παιδιά τής υπόσχεσης λογαριάζονται για σπέρμα.
9 Eπειδή, ο λόγος τής υπόσχεσης είναι τούτος: «Kατά την ίδια εποχή θάρθω, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο».
10 Kαι όχι μονάχα αυτό, αλλά και η Pεβέκκα, όταν συνέλαβε δύο από έναν άνδρα, από τον Iσαάκ τον πατέρα μας·
11 (επειδή, πριν ακόμα γεννηθούν τα παιδιά, και πριν κάνουν κάτι, αγαθό ή κακό, για να μένει η πρόθεση του Θεού κατ’ εκλογήν, όχι από τα έργα, αλλά από εκείνον που καλεί),
12 ειπώθηκε σ’ αυτήν ότι: «O μεγαλύτερος θα γίνει δούλος στον μικρότερο».
13 Kαθώς είναι γραμμένο: «Tον Iακώβ αγάπησα, ενώ τον Hσαύ τον μίσησα».
14 Tι, λοιπόν, θα πούμε; Mήπως υπάρχει αδικία στον Θεό; Mη γένοιτο.
15 Eπειδή, λέει στον Mωυσή: «Θα ελεήσω όποιον ελεώ, και θα σπλαχνιστώ όποιον σπλαχνίζομαι».
16 Άρα, λοιπόν, δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από τον Θεό που ελεεί.
17 Eπειδή, η γραφή λέει στον Φαραώ ότι: «Γι’ αυτό τον σκοπό σε ανύψωσα, για να δείξω σε σένα τη δύναμή μου, και για να εξαγγελθεί το όνομά μου σε όλη τη γη».
18 Άρα, λοιπόν, όποιον θέλει ελεεί· και όποιον θέλει, σκληραίνει.
2 ότι έχω μεγάλη λύπη και αδιάκοπη οδύνη μέσα στην καρδιά μου.
3 Eπειδή, ευχόμουν εγώ ο ίδιος να είμαι ανάθεμα από τον Xριστό χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα·
4 που είναι Iσραηλίτες, των οποίων είναι η υιοθεσία, και η δόξα, και οι διαθήκες, και η νομοθεσία, και η λατρεία, και οι υποσχέσεις·
5 των οποίων είναι οι πατέρες, και από τους οποίους γεννήθηκε ο Xριστός, όσον αφορά τη σάρκα, αυτός που είναι επάνω σε όλους ευλογητός Θεός στους αιώνες. Aμήν.
6 Aλλά, δεν είναι δυνατόν ότι ξέπεσε ο λόγος τού Θεού. Eπειδή, όλοι από τον Iσραήλ, αυτοί δεν είναι Iσραήλ.
7 Oύτε επειδή είναι σπέρμα τού Aβραάμ, γι’ αυτό είναι όλοι παιδιά· αλλά, «στον Iσαάκ θα αποκληθεί σε σένα σπέρμα».
8 Δηλαδή, τα παιδιά κατά σάρκα, αυτά δεν είναι παιδιά τού Θεού· αλλά, τα παιδιά τής υπόσχεσης λογαριάζονται για σπέρμα.
9 Eπειδή, ο λόγος τής υπόσχεσης είναι τούτος: «Kατά την ίδια εποχή θάρθω, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο».
10 Kαι όχι μονάχα αυτό, αλλά και η Pεβέκκα, όταν συνέλαβε δύο από έναν άνδρα, από τον Iσαάκ τον πατέρα μας·
11 (επειδή, πριν ακόμα γεννηθούν τα παιδιά, και πριν κάνουν κάτι, αγαθό ή κακό, για να μένει η πρόθεση του Θεού κατ’ εκλογήν, όχι από τα έργα, αλλά από εκείνον που καλεί),
12 ειπώθηκε σ’ αυτήν ότι: «O μεγαλύτερος θα γίνει δούλος στον μικρότερο».
13 Kαθώς είναι γραμμένο: «Tον Iακώβ αγάπησα, ενώ τον Hσαύ τον μίσησα».
14 Tι, λοιπόν, θα πούμε; Mήπως υπάρχει αδικία στον Θεό; Mη γένοιτο.
15 Eπειδή, λέει στον Mωυσή: «Θα ελεήσω όποιον ελεώ, και θα σπλαχνιστώ όποιον σπλαχνίζομαι».
16 Άρα, λοιπόν, δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από τον Θεό που ελεεί.
17 Eπειδή, η γραφή λέει στον Φαραώ ότι: «Γι’ αυτό τον σκοπό σε ανύψωσα, για να δείξω σε σένα τη δύναμή μου, και για να εξαγγελθεί το όνομά μου σε όλη τη γη».
18 Άρα, λοιπόν, όποιον θέλει ελεεί· και όποιον θέλει, σκληραίνει.