Έξοδος 32 :1-14
1 ΚΑΙ βλέποντας ο λαός ότι ο Μωυσής βράδυνε να κατέβει από το βουνό, ο λαός συγκεντρώθηκε προς τον Ααρών, και του έλεγαν: Σήκω, κάνε σε μας θεούς, που να προπορεύονται σε μας· επειδή, αυτός ο Μωυσής, ο άνθρωπος που μας έβγαλε από την Αίγυπτο, δεν ξέρουμε τι απέγινε αυτός.
2 Και ο Ααρών είπε σ’ αυτούς: Βγάλτε τα χρυσά σκουλαρίκια, που είναι στα αυτιά των γυναικών σας, των γιων σας, και των θυγατέρων σας, και φέρτε τα σε μένα.
3 Και ολόκληρος ο λαός έβγαλε τα χρυσά σκουλαρίκια, που ήσαν στα αυτιά τους, και τα έφεραν στον Ααρών.
4 Και παίρνοντάς τα από τα χέρια τους, το διαμόρφωσε με χαρακτικό εργαλείο, και το έκανε ένα χωνευτό μοσχάρι· κι εκείνοι είπαν: Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σε ανέβασαν από τη γη τής Αιγύπτου.
5 Και όταν ο Ααρών το είδε, οικοδόμησε ένα θυσιαστήριο μπροστά του· και ο Ααρών διακήρυξε, λέγοντας: Αύριο είναι γιορτή στον Κύριο.
6 Και αφού σηκώθηκαν ενωρίς την επόμενη ημέρα πρόσφεραν ολοκαυτώματα, και έφεραν ειρηνικές προσφορές· και ο λαός κάθησε να φάει και να πιει, και σηκώθηκαν να παίζουν.
7 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Πήγαινε, κατέβα· επειδή, ο λαός σου, που έβγαλες από τη γη τής Αιγύπτου, ανόμησε·
8 εκτράπηαν γρήγορα από τον δρόμο, που πρόσταξα σ’ αυτούς· έκαναν για τον εαυτό τους ένα μοσχάρι χωνευτό, και το προσκύνησαν, και θυσίασαν σ’ αυτό, και είπαν: Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σε ανέβασαν από τη γη τής Αιγύπτου.
9 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Είδα αυτόν τον λαό, και δες, είναι λαός σκληροτράχηλος·
10 τώρα, λοιπόν, άφησέ με, και θα εξαφθεί η οργή μου εναντίον τους, και θα τους εξολοθρεύσω· και θα σε καταστήσω ένα μεγάλο έθνος.
11 Και ο Μωυσής ικέτευσε τον Κύριο τον Θεό του, και είπε: Γιατί, Κύριε, εξάπτεται η οργή σου ενάντια στον λαό σου, τον οποίο έβγαλες από τη γη τής Αιγύπτου, με μεγάλη δύναμη, και με κραταιό χέρι; 12 Γιατί να πουν οι Αιγύπτιοι, λέγοντας: Με πονηρία τούς έβγαλε, για να τους θανατώσει στα βουνά, και να τους εξολοθρεύσει από το πρόσωπο της γης; Επίστρεψε από την έξαψη της οργής σου, και μεταμελήσου για το κακό αυτό προς τον λαό σου·
13 θυμήσου τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, και τον Ισραήλ, τους δούλους σου, προς τους οποίους ορκίστηκες στον εαυτό σου, και τους είπες: Θα πληθύνω το σπέρμα σας σαν τα αστέρια τού ουρανού· και όλη αυτή τη γη, για την οποία μίλησα, θα τη δώσω στο σπέρμα σας, και θα την κληρονομήσουν παντοτινά.
14 Και ο Κύριος μεταμελήθηκε για το κακό, που είπε να κάνει ενάντια στον λαό του.