Τετάρτη 04/05/2016
Σειρά Μαθημάτων – Πράξεις των Αποστόλων 22:22-30, 23:1-10 (Μάθημα 52ο)
22 Και μέχρι αυτό το σημείο τού λόγου, τον άκουγαν· τότε, όμως, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: Σήκωσε από τη γη έναν τέτοιον άνθρωπο· επειδή, δεν πρέπει να ζει.
23 Και επειδή αυτοί φώναζαν δυνατά, και τίναζαν τα ιμάτια, και έρριχναν σκόνη στον αέρα,
24 ο χιλίαρχος πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο, παραγγέλλοντας να εξεταστεί, μαστιγώνοντάς τον, ώστε να γνωρίσει για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του.
25 Και καθώς τον ξάπλωσαν δεμένον με τα λουριά, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο, που παραστεκόταν: Είναι τάχα νόμιμο σε σας να μαστιγώνετε έναν άνθρωπο, που είναι Ρωμαίος και ακατάκριτος;
26 Και όταν το άκουσε ο εκατόνταρχος, πήγε και το ανήγγειλε στον χιλίαρχο, λέγοντας: Πρόσεχε τι πρόκειται να κάνεις· επειδή, ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος.
27 Αφού δε ήρθε κοντά του ο χιλίαρχος, είπε σ’ αυτόν: Πες μου, Ρωμαίος είσαι εσύ; Και εκείνος είπε: Ναι.
28 Και ο χιλίαρχος αποκρίθηκε: Εγώ με πολλά χρήματα απέκτησα αυτή την πολιτογράφηση. Και ο Παύλος είπε: Εγώ, όμως, και γεννήθηκα Ρωμαίος.
29 Αμέσως, λοιπόν, αποσύρθηκαν απ’ αυτόν εκείνοι που επρόκειτο να τον βασανίσουν. Και φοβήθηκε, μάλιστα, ο χιλίαρχος, όταν γνώρισε ότι είναι Ρωμαίος, και ότι τον είχε δέσει.
30 Την δε επόμενη ημέρα, θέλοντας να μάθει το βέβαιο, για ποιο ζήτημα κατηγορείται από τους Ιουδαίους, τον έλυσε από τα δεσμά, και πρόσταξε νάρθουν οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριό τους· και αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.
1 Και ο Παύλος, ατενίζοντας στο συνέδριο, είπε: Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα μπροστά στον Θεό με κάθε καλή συνείδηση μέχρι τούτη την ημέρα.
2 Και ο αρχιερέας Ανανίας πρόσταξε εκείνους που παραστέκονταν κοντά του να χτυπήσουν το στόμα του.
3 Τότε, ο Παύλος είπε σ’ αυτόν: Ο Θεός πρόκειται να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε· κι εσύ κάθεσαι να με κρίνεις σύμφωνα με τον νόμο, και παρανομώντας προστάζεις να με χτυπούν;
4 Και εκείνοι που παραστέκονταν είπαν: Τον αρχιερέα τού Θεού εξυβρίζεις;
5 Και ο Παύλος είπε: Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· επειδή, είναι γραμμένο: «Άρχοντα του λαού σου δεν θα κακολογήσεις».
6 Και όταν ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα μέρος είναι από Σαδδουκαίους, και το άλλο από Φαρισαίους, φώναξε δυνατά μέσα στο συνέδριο: Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου· και κρίνομαι για ελπίδα και ανάσταση των νεκρών.
7 Και όταν το είπε αυτό, έγινε σχίσμα ανάμεσα στους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους· και το πλήθος διχάστηκε.
8 Επειδή, οι μεν Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε άγγελος ούτε πνεύμα· ενώ οι Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο.
9 Και έγινε μεγάλος θόρυβος· και καθώς οι γραμματείς σηκώθηκαν από το μέρος των Φαρισαίων, συζητούσαν θυμωμένα, λέγοντας: Δεν βρίσκουμε κανένα κακό σε τούτο τον άνθρωπο· αν, όμως, του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε.
10 Και επειδή έγινε μεγάλη διαμάχη, ο χιλίαρχος φοβούμενος μήπως ο Παύλος διασπαραχθεί απ’ αυτούς, πρόσταξε να κατέβει το στράτευμα και να τον αρπάξει από ανάμεσά τους, και να τον φέρει στο φρούριο.